Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Αγγελίες & απορίες.

Σε αυτό το κράτος που όλα είναι με επικάλυψη, γιατί καλούμαστε να το σώσουμε? (όχι, αποφεύγω να απαντώ σε τέτοια ερωτήματα, από άποψη και ίσως λίγη βαρεμάρα, αλλά τις απαντήσεις φροντίζουν να μου τις δίνουν άλλοι είτε το θέλω είτε όχι).
Είμαι στη διαδικασία εύρεσης εργασίας εδώ και λίγο καιρό, που σημαίνει ότι στέλνω συνεχώς βιογραφικά σε εταιρίες που με ενδιαφέρουν ή έτσι πιστεύω, ή πείθω τον εαυτό μου να το πιστεύει. Αλλά και σε εταιρίες που οι αγγελίες τους γράφουν ωραιοποιημένα λόγια. Λιγάκι ακαθόριστα μα πώς να μην είναι. Και στέλνω. Και στέλνω. Και τηλέφωνο με παίρνουν ευγενικές φωνές και μάλιστα κάποιοι εξ αυτών σου μιλούν και ευγενικά και φιλικά. Μπαίνω λοιπόν στην διαδικασία, και πώς να μην μπω άλλωστε, να ντυθώ καλά (εννοώ να βάλω παντελόνι και πουκάμισο, κάτι που αποφεύγω τα καλοκαίρια) την επόμενη μέρα και να πάρω τον δρόμο της συνέντευξης. Και πάω. Και φτάνω. Και η πόρτα ανοίγει αντικρίζοντας ένα ωραίο περιβάλλον εργασιακό, και δυο τρεις ανθρώπους με χαμόγελα. Και σκέφτομαι φυσικά στη σιωπηλή μου σκέψη ότι ίσως και να έπιασε τόπο το βιογραφικό μου αυτή τη φορά. Και η συνέντευξη ξεκινά με ωραίο μπλά-μπλά, υποσχέσεις και μικρά χαμόγελα ως σαν φιλικά. Και λέω καλά! Είμαστε καλά. Η συζήτηση γύρω από την εξέλιξη αυτής της χώρας, γύρω από την νοοτροπία των συνανθρώπων μας και η άποψη ότι όλοι θέλουμε να γίνουμε αφεντικά δίχως να κοπιάσουμε. Το προσπερνώ και κάνω ότι συμφωνώ, διότι εντάξει, θέλω λέω τη δουλειά στην ωραία φαινομενικά εταιρία. Η κουβέντα εκτυλίσσεται και εξελίσσεται σε φιλικό επίπεδο, οικείο επίπεδο, που χαλαρώνω και εγώ και απαντώ και ανταποκρίνομαι. Και σκέφτομαι ότι μια από τις αγαπημένες μου δασκάλες στο πανεπιστήμιο, μας τόνιζε ότι η γλώσσα του σώματος σε μια συνέντευξη είναι σημαντική όπως και το τι θα πει η δική σου γλώσσα, η μπαδίζουσα. Αλλά με χαλάρωνε τόσο ο κύριος που μου μιλούσε για τα παιδικά του χρόνια, που έχανα τον στόχο μου και τελικά καθόμουν σταυροπόδι. Και έτσι έφυγε η πρώτη μέρα.
Η χαρά μεγάλη που με κάλεσαν και στην δεύτερη συνέντευξη αλλά με έναν όρο. Να φορέσω κάτι πιο φόρμαλ, πιο επίσημο βρε παιδί μου. Και σκέφτομαι και λέω εντάξει ας το ακολουθήσουμε. Μια εταιρία τα ζητά αυτά συνήθως ή μήπως όχι; Και ντύθηκα ξανά. Και πουκάμισο ριγέ έβαλα, και υφασμάτινο παντελόνι μπλε έβαλα, και ζώνη καφέ αλλά και παπούτσια καφέ. Ακάλτσωτα. Έβαλα. Μοντελάκι σου λέει πήγα στην δεύτερη επαφή με την υποδειγματική εταιρία. Και αντίκρισα εκεί άλλα τέσσερα παιδιά, άλλους τέσσερεις υποψηφίους με τα ίδια ρούχα, τα κάπως επίσημα ας πούμε. Όλοι με πτυχία και κάποιοι με μεταπτυχιακά.
Χρειάστηκαν τρεις ώρες επιπλέον συζήτησης με τον ίδιο τον ιδιοκτήτη, τον επιχειρηματία παρακαλώ, να μας εξηγεί πώς δουλεύει η αγορά αλλά και πως ο ίδιος περήφανα πέτυχε στη ζωή του και ανοίγει συνεχώς εταιρίες ανά την Ελλαδίτσα μας μέχρι τα σαραντατρία του χρόνια και έχει βλέψεις για άλλες τόσες. Δέκα στον αριθμό. Πότε θα προλάβει δε ξέρω, δε ρώτησα κιόλας μη τον φέρω σε δύσκολη θέση. Και μιλάει πάλι, και μιλάει πολύ, και οι δύο από εμάς τους πέντε καταλαβαίνουμε ότι κάτι πάει στραβά, και πάει πολύ στραβά σε αυτή την τόσο σούπερ εταιρία με το πολύ ντιζαϊνάτο περιβάλλον. Χρειάστηκαν λοιπόν τρεις ώρες για να μας εξηγήσει όμορφα και ωραία ότι καλεί νέους και νέες φυσικά με κοστούμια και ωραία χαμόγελα για να κάνουν βόλτες στα προάστια της Αθηνούλας, της κατακαημένης πλέον Αθηνούλας, για να χτυπούν κουδούνια στους έρμους και φοβισμένους πολίτες της.
Κουδούνια. Μα κουδούνια χτύπαγα όταν ήμουν στα δέκα μου και έκανα κοπάνα με τους φίλους μου από το φροντιστήριο Αγγλικών της κυρίας Γιαννίτσας για να γελάσουμε στους δρόμους. Και τώρα να! πάλι μπροστά μου το παιχνίδι αυτό. Δεκαοχτώ χρόνια μετά. Αλλά με σκαρπίνια και γραβατοδέματα. Και όχι να τρέχω όταν τα χτυπάω, αλλά να κάθομαι εκεί να μου ανοίξουν και να με βρίσουν που τους το χτύπησα. Και εγώ τι να τους πω; ότι τους κάνουμε πλάκα; κάπου μπερδεύτηκα. Κάπου έχασα τη ψυχραιμία. Κάπου έκατσα σαν σαδιστής να δω πού αλλού φτάνει αυτό το παιχνίδι με τους νέους όρους. Τρεις ώρες συν δυο από πριν. Για να καταλάβω πόσος κόσμος υπάρχει που θα κοροϊδέψει και θα εκμεταλλευτεί έναν άνεργο νέο, ένας αποτυχημένος Λαμιώτης (γιατί μάθαμε όλο το ιστορικό του). Και δεν είμαι νέος στα είκοσι οχτώ, δεν είναι νέες ούτε οι άλλες δυο. Νέοι είναι στα δεκαοχτώ. Τα ερωτήματα πολλά και καθόλου φιλοσοφικά. Μα η άποψη μία. Έμπειρος πολύ δεν είμαι, σκατά πολλά δεν έχω φάει. Αλλά προς τι το όφελος της κοροϊδίας και της απογοήτευσης από μεγαλύτερους που περηφανεύονται για την ειλικρίνεια τους, προς άνεργους ανθρώπους; Στα κομμάτια να πάνε και να ζήσουν όπως αξίζει λέω. Αλλά μάλλον πετυχαίνουν τον στόχο τους και κάνουν λίγα βήματα ακόμη. Άρε χώρα που μεγαλώσαμε μέσα σου και τίποτα δεν καταλάβαμε από σένα. Μονάχα να σε εκμεταλλευτούμε και να σε καταστρέψουμε και να γελάσουμε μαζί σου. Χωρίς να ξέρουμε οι αδαείς ότι εσύ θα ρίξεις το μεγαλύτερο κλάμα προς έκπληξη μας για όλα αυτά. Και το κάνεις ήδη.
Σκαρπίνια δεν φόρεσα τελικά, γιατί ήθελαν μαύρα και με τη ζώνη μου δεν πήγαιναν γιατί ήταν καφέ. Γραβάτα επίσης, γιατί την έχω αφήσει σε άλλο σπίτι και δύσκολα θα την έπαιρνα πίσω. Έτσι βόλτες μέσα στην Αθηνούλα μας ως κουμπάρος δεν έκανα. Γιατί οχτώ ώρες να περπατάω και να χτυπάω κουδούνια από τα ωραία μου Εξάρχεια ως τα Πατήσια και μετά στην δροσερή Κηφισιά, (που και τον φίλο μου δεν θα έβλεπα εκεί πάνω, να έλεγα ότι θα του έκανα και επίσκεψη) θα τελείωνε το άουτφιτ μου μόνο του, και εγώ θα ήμουν πέντε κιλά πιο κάτω, δυο βαθμούς πίεσης πιο πάνω, και θα μένανε τα σκαρπίνια να με κοροϊδεύουν χορεύοντας μόνα τους στους δρόμους.

1 σχόλιο:

  1. Λυπάμαι που σου συμβαίνουν όλα αυτά, ( οχι μόνο σε εσένα αλλά σε όσους συμβαίνουν)....αλλά χαίρομαι που τα μοιράζεσαι μαζί μας..!

    Μου αρέσει ο τρόπος που γράφεις "κουμπάρε" με τα καφέ σου σκαρπίνια.... keep walking..!

    ΑπάντησηΔιαγραφή