Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Θα φυσήξει ξανά.

Η θεία.
Ήθελε πάντα ένα μπαλκόνι “καράβι”… έλεγε. Και το απέκτησε. Να βάλει, έλεγε,  στο κατάστρωμα του ένα τραπέζι  μεγάλο, να χωράνε οι καρέκλες όλες. Να μας μαζεύει όλους, έλεγε, εκείνα τα ήρεμα και ζεστά βράδια, όλους. Να μας ταΐζει, να μας ποτίζει, να μας γελάει και καμιά φορά να μας μεθάει μέσα στην ασφάλεια του καταστρώματος της.
Εκείνα τα ήμερα βράδια που καθόμασταν ο καθένας στις άτυπα δικές μας θέσεις, ο καθένας. Να μας χτυπάει ο αέρας και να μας λέει «μετρήστε τα άστρα», η θεία. Και μόνο χαμηλές φωνές έβγαιναν και πέταγαν ξέγνοιαστες, για να μην χαλάσουμε το κόχλασμα από τα κύματα που εσκάγανε κάθε βράδυ και έπαιρναν μαζί τους τα ακροβότσαλα. Κι αν καμιά φορά τα γέλια ήταν δυνατά, μας άφηνε, να μας χαρεί για λίγο πριν επαναφέρει την στιγμιαία τάξη με ένα «σσσούτ», που όμως δεν εννοούσε ποτέ, γιατί όπως έλεγε, μας άκουγαν - όπως έλεγε - από το δίπλα καράβι, που όμως δεν είχε ποτέ το πλήρωμα του.
Μείναμε στο καράβι μας. Τέσσερις επιβάτες με άδειες καρέκλες να τις τρώει ο ήλιος. Και εμείς να σκάμε από τον άσχημο ήχο της θάλασσας που έγινε ξαφνικά τόσο εκκωφαντικός και μας πετάει στις καμπίνες μας τις άδειες. Και μόνο η θεία να στρώνει τις κουκέτες μας.
Ακόμα.