Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Της νύχτας.

Κουράστηκα. Να νυστάζω κουράστηκα. Να νοιώθω, τις ώρες που οι άλλοι κοιμούνται. Να κάθομαι με τα μάτια έτοιμα να πέσουν στη λήθη τους και έντρομα να ξαγρυπνούν. Κουράστηκαν. Κουράστηκα. Την ώρα που υπομονετικά περιμένω. Και όταν φτάσει, αφήνω την βραδινή ανάσα του ύπνου να με αγκαλιάσει, να με ξεκουράσει κι απόψε. Με τα πρώτα βήματα. Τα δώδεκα βήματα της απόστασης για την βραδινή λύτρωση, του καναπέ προς τη θέα με το κρεβάτι. Να πρέπει κρυφά να τον ξεγελάσω, να την ξεγελάσω για να μην με αφήσει, για να ξαπλώσει μαζί μου. Απόψε. Η Νύχτα. Κουράστηκα να με αφήνει κάθε που μεσάνυχτα και ξημερώματα πέφτουν. Να πρέπει, γιατί δεν θέλω, σίγουρα δεν θέλω, να με αφήσει ξάγρυπνο. Κουράστηκα να στριφογυρνάω μέσα στα κρύα σκεπάσματα που με υπομονή ωρών ολόκληρων περιμένουν να ζεσταθούν από την ανάσα του ύπνου. Κουράστηκα να μου την σκάνε συνέχεια. Και αυτά. Απόψε. Σας ξορκίζω, σας παρακαλάω, να με αφήσετε. Όχι, να με πάρετε. Να με καλωσορίσετε. Να με αφήσετε να κοιμηθώ. Πάνω σας. Μέσα σας.Κουράστηκα, να ξεστρώνω το σεντόνι που χρώμα αλλάζει τόσο γρήγορα. Γιατί τάχα λερώθηκε. Και τσαλακώθηκε πολύ, από τον ανυπέρβλητο και μεγαλοπρεπή ύπνο που έκανα πάνω του. Ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε. Σίγουρα θα έπρεπε. Μένουν τα τσαλακώματα του όμως. Μόνο. Από τις χαμένες σβούρες του κορμιού πάνω του.  Κουράστηκα. Μα η ανάγκη της υπομονής για τον ύπνο, θα συνεχίσει να προσμένει την όποια ώρα, που θα κάνει τη χάρη στο σαρκίο να ξαποστάσει ακόμη κι αν τελικά δεν είναι στο κρεβάτι. Ή στο όποιο ένα κρεβάτι.