Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019

Εκ-πνοή.

Δέκα μέρες σε έβλεπα, δέκα βραδιές σε αντίκριζα, πεταγόσουν μπροστά τους. Έξαφνα, κρυφά, απροσδόκητα, χωρίς ποτέ να στο ζητήσουν χωρίς ποτέ να σε περιμένουν.
Την πρώτη εκείνη βραδιά στο τελείωμα του θέρους, είχε ξαπλώσει στα βότσαλα κοιτάζοντας τις φωτεινές ψυχές στον ουρανό να τον κοιτάνε (είναι κάποιοι άνθρωποι που πιστεύουν πως τα αστέρια είναι οι ψυχές που ανέβηκαν ψηλά). Κι εκείνος να τον τραβά πάνω του για να μην πονά το κορμί του από τα άτσαλα βότσαλα.
Πέρασες για πρώτη φορά μέσα στο σκοτάδι, σαν χαμένη, σαν να είχες χάσει τον προσανατολισμό σου, σαν κάποιος να σε πέταξε εκεί, μακριά πολύ από τα μέρη τα δικά σου. Μα κοντοστάθηκες μόλις αντίκρισες την εικόνα των δυο σωμάτων. Τα κοίταξες, μίλησες με τη σιωπή τους και το βλέμμα σου καρφώθηκε για μια στιγμή. Για μια στιγμή μονάχα κι έφυγες να βρεις την φωλιά σου μέσα στο σκοτάδι, μέσα στις λεύκες και στις πικροδάφνες που έστεκαν ακίνητες, να μην ιδρώνουν από την αλμύρα που χτύπαγε πάνω στα ξερασμένα φύκια. Η πρώτη νύχτα και ήσουν εσύ ο μάρτυρας του φιλιού τους. Ένα φιλί διστακτικό μα δίχως να σταματάει, μονάχα η ροή της ανάσας θα μπορούσε να το διακόψει κι όμως εκείνη την βραδιά, με εκείνο το φιλί έπαιζε κι αυτή μαζί τους. Εσύ, έστεκες σίγουρα κρυμμένη κάπου εκεί, μέσα στο βαθύ μαύρο να κοιτάς.
Το παράπονο που βρέθηκες εκεί. Και γύρισες πάλι και πάλι για εννιά φορές, για εννιά βραδιές. Έβγαινες στους έρημους δρόμους με την πυρακτωμένη πίσσα από τον ήλιο του μεσημεριού. Αλλαγή τοπίου και όμως ήσουν κάθε βράδυ. Πώς έφτασες ως εκεί; Να περιμένεις να περάσουν με το αυτοκίνητο αυτή τη φορά και την επόμενη και την επόμενη μέσα από τα ελαιόδεντρα να διασχίσουν αργά κάθε φορά την γνώριμη διαδρομή, την ξένη πια. Σα να κρατάει η νύχτα παραπάνω, σα να διαστέλλονται οι ώρες και τα λεπτά αυτές τις νύχτες. Κι εσύ να βγαίνεις στην άκρη του δρόμου, να στέκεσαι για μια στιγμή, να τους κοιτάς σαστισμένη με το φωτεινό σου βλέμμα από την αντανάκλαση των λαμπτήρων. Στην σιωπή όπως την πρώτη βραδιά και ύστερα να εξαφανίζεσαι στα καρποφόρα δέντρα που τώρα όμως αυτά διψούσαν, σίγουρα διψούσαν για μια σταγόνα δροσιάς. Υγρασία να στάζουν τα φύλλα στους γέρικους κορμούς, υγρασία να στάζουν τα τζάμια από τις άχνες, τις ανάσες που έβγαιναν βαριές.
Και η βραδιά να τρέχει ξαφνικά. Τα βράδια του πηγαιμού όσο οι μέρες γίνονταν έξι, πέντε, τρεις, καμιά. Να τρέχουν τα λεπτά και αυτοί κόντρα στον χρόνο να μετρούν τα χιλιόμετρα, την απόσταση στα διπλά, στα τριπλά κάποιες φορές, τις τελευταίες φορές τα λεπτά αυτά να γίνονται ώρες και να μην γίνονται. Για ένα φιλί εκεί ψηλά στο πλάτωμα του δρόμου. Αυτό το πλάτωμα δεν ξέρω αν το είδες ποτέ, δεν ξέρω αν τους αντίκριζες κρυφά όλες αυτές τις νύχτες που έμεναν βουβοί, με τις ανάσες να χορεύουν τον πιο ιδρωμένο τους σκοπό για αυτό το καλοκαίρι. Μόνο εσύ το ξέρεις, εσύ το ήξερες μόνο και τα φωτεινά τα άστρα που έπεφταν πάνω στο σκονισμένο και νοτισμένο αυτοκίνητο σαν τη πάχνη του ξημερώματος.
Σκοτάδι ξανά. Την τελευταία νύχτα. Με ταχύτητα ιλιγγιώδη στον εφιαλτικό αυτό δρόμο. Τον πιο σκοτεινό από όλους τους υπόλοιπους γύρω του. Δεν έφταιγε αυτός όμως, μήτε τα ελαιόδεντρα θα φταίγαν. Και ξαφνικά φρένο. Απότομο φρένο, βίασε όλη την ησυχία και στέγνωσε όλη την υγρασία. Δυο σταματημένες λάμπες να χάνονται στο βάθος της πορείας μα στην μικρή ευθεία τους να φέγγουν να στοχεύουν να προσδιορίζουν να τσακίζουν την χαρά, με την κατακόκκινη πηχτή κηλίδα στην άσφαλτο και το κοκκινοπό τρίχωμα σου μούσκεμα να στάζει και να λούζεται. Η ουρά σου ασάλευτη, το βλέμμα σου να μην κοιτά για πρώτη φορά, για πρώτη βραδιά στην τελευταία βραδιά, τα πρόσωπα τους. Μια στιγμή μονάχα χρειάστηκε για να σε προσπεράσουν την επόμενη αμίλητοι, αμίλητοι ξανά.
Και ξαφνικά η ταχύτητα ανεβαίνει και η μηχανή σβήνει. Στο ίδιο πλάτωμα, στο ίδιο σκοτάδι με τα αστέρια να πέφτουν. Ξανά. Ένα φιλί σαν κόντρα στο θέαμα που είχαν αντικρίσει μερικά λεπτά πριν. Τα γυαλιά στεγνά. Μόνο η δροσιά του αέρα πρόδιδε την ανείπωτη σκέψη προς εσένα. Και οι ώρες περνούν. Και η διαδρομή της επιστροφής αλλάζει. Όχι για να μην σε δουν, όχι. Μα για να πει ο ένας στον άλλο να πει το παράπονο του και την ανημποριά του εκείνο το τελευταίο βράδυ του θέρους αυτού.
Ήσουν δεν ήσουν ο αίτιος, η σιωπή σου δεν απάντησε ποτέ. Παρά στέγνωσε και σε ήπιε η γη.

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Υπογράμμιση.

Δεν ξέρω αν είναι ψυχαναγκασμός. Δεν το έχω ψάξει και δεν με έχει απασχολήσει ποτέ ως τώρα. Αλλά αν ανήκεις κι εσύ στην κατηγορία «διαβάζω ένα βιβλίο και κρατάω ένα μολύβι για να σημειώνω φράσεις και προτάσεις» τότε δεν είσαι ο μόνος ή δεν είμαι εγώ ο μόνος. Όταν δε, βάζεις σε σειρά αυτές τις φράσεις και προτάσεις από  διαφορετικά βιβλία και κοιτάς τα αποτελέσματα (πόσο σκληρή λέξη το «αποτέλεσμα») τότε πάλι δεν ξέρω.

Σελίδα 110… δως’μου το χέρι σου, θα σου πω τώρα πώς μπήκα στο ανέκφραστο που ήταν πάντα η τυφλή και μυστική μου αναζήτηση.
(Κλαρίσε)
Σελίδα 125… έλεγε ο πατέρας μου, «ή κλαίγε να σε λυπούνται ή βάρα να σε φοβούνται». Εγώ δεν έκανα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ακολούθησα μια μέση οδό. Είμαι περήφανος άνθρωπος.
(Διονύσης)
Σελίδα 108… «μερικές φορές δυσανασχετώ που πρέπει να λέω όσα σκέφτομαι».  Δεν μοιραζόμαστε το αίμα μας με τον έναν και με τον άλλον. Για ποιο λόγο, επομένως, θα πρέπει να είμαστε ανά πάσα στιγμή πρόθυμοι να μοιραστούμε κάτι τόσο προσωπικό όσο οι σκέψεις μας;»…
(Πίτερ)
Σελίδα 256… εξιδανικεύω πολύ τους άλλους και τον ίδιο μου τον εαυτό. Όταν με αγαπάνε, ψηλώνω στα ίδια μου τα μάτια, όταν παύουν να με αγαπούν ή όταν χάνω το αντικείμενο του έρωτα μου, συγχέω το αντικείμενο και το υποκείμενο (το Εγώ)...
(Μαργαρίτα)
Σελίδα 67… κάποιες φορές τα πράγματα αποκτούν μια τρυφερότητα, τερατώδη τρυφερότητα, που κανείς δεν περιμένει να την έχουν.
(Χερέτα)
Σελίδα 314… πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω. Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει… ήταν ένας άνθρωπος απλός, ακριβώς όπως εμείς. Επίσης μιλούσε όπως εμείς, μόνο που είχε λίγο περισσότερο μυαλό.
(Laszlo)
Σελίδα 15… εξήγησε μου πρώτα, μια λέξη που χρησιμοποίησες κι εγώ δεν τη γνωρίζω. Τι σημαίνει ότι θα ζήσουμε σαν "παντοτινοί σύντροφοι"; τι είναι οι "σύντροφοι";
(Αντωνία)
Σελίδα 162... προσπαθώ συνεχώς να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν έχω πολλά συναισθήματα. Όταν παίρνω κάτι κατάκαρδα, με καταβάλλει σχετικά λίγο. Δεν κλαίω σχεδόν ποτέ. Δεν είμαι πιο δυνατός από κείνους με τα υγρά μάτια, πιο αδύναμος είμαι. Εκείνοι τολμούν.
(Χέρτα)
Σελίδα 266… «άρα δεν σου λείπει η δύναμη για να κλείσεις το στόμα μιας γυναίκας και να την ρίξεις στο πάτωμα» «δεν έχω κάνει ποτέ τίποτα τέτοιο, κύριε». «όμως δεν σου λείπει η δύναμη, ε;» «όχι, κύριε» «την είχες από καιρό στο μάτι, ε, μικρέ;» « όχι κύριε, ούτε που την είχα κοιτάξει, ποτέ».
(Χάρπερ)
Σελίδα 6… μην κάνεις ανακωχή, μη με συγχωρείς ποτέ. Μαστίγωσε με στο αίμα. Μη με αφήνεις ήσυχο! Επεξεργάσου με σαν τσακμακόπετρα, απέλπισε με. Κραύγασε. Ξέρασέ μου άμμο στο στόμα, σπάσε μου τα σαγόνια. Δεν με ενδιαφέρει να σε αγνοώ. Εγώ σου ζητάω την τρομερή τελετουργία του τεμαχίσματος, αυτό που κανείς δεν σου ζητάει…
(Χούλιο)
Σελίδα 14... καπνίσαμε-θυμήσου-ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ-Ξεχνώ πάνω σε τί-κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον...
(Μανόλης)
Σελίδα 15… περιμένω εδώ, στο γραφείο μου, σκυμμένος στα χαρτιά μου. Δεν ξέρω τι περιμένω.
(Γιάννης)

Και κάπως έτσι, πέρασε το καλοκαίρι.

Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Κάθε του Α.

Υπάρχει ένας Αύγουστος που δεν. Υπάρχει ένα τραγούδι που δεν μπορώ να ακούσω. Υπάρχει ένα φανελάκι λευκό που δεν μπορώ να φορέσω. Υπάρχει ένα βιβλίο που δεν μπορώ να διαβάσω. Υπάρχει ένα μέρος που δεν μπορώ να πάω και υπάρχει μια θάλασσα που δεν μπορώ να βουτήξω. Υπάρχει μια ταινία που δεν μπορώ να ολοκληρώσω. Υπάρχει μια φωτογραφία που δεν μπορώ να δω και ένας δρόμος που δεν μπορώ να περπατήσω. Υπάρχει μια αφιέρωση που δεν μπορώ να διαβάσω και μια υπόσχεση που δεν μπορώ να κρατήσω. Υπάρχει ένα στέκι που δεν μπορώ να πιω και μια μπύρα που δεν μπορώ να αγοράσω. Υπάρχει μια ώρα που δεν μπορώ να κοιμηθώ και υπάρχει ένα τσιγάρο που δεν μπορώ να καπνίσω. Υπάρχει ένα τηλέφωνο που δεν μπορώ να καλέσω. Υπάρχει μια λέξη που δεν μπορώ να πω και υπάρχει ένα όνομα που δεν μπορώ να προφέρω. Υπάρχει ένα λαστιχάκι που δεν μπορώ να βάλω στον καρπό μου και υπάρχει ένα χαμόγελο που δεν μπορώ να χαρώ. Υπάρχει ένα αυτοκίνητο που δεν μπορώ να μπερδέψω με άλλα. Υπάρχει ένα κουδούνι που δεν μπορώ να χτυπήσω. Υπάρχει μια πόρτα που δεν μπορώ να ανοίξω. Υπάρχει ένα ποίημα που δεν μπορώ να λαχταρίσω. Υπάρχει ένα μαγνητάκι που δεν μπορώ να φορέσω στο ψυγείο και υπάρχει και ένα σακουλάκι που δεν μπορώ να πετάξω. Υπάρχει μια αυγή που δεν μπορώ να κοιτάξω ψηλά την στιγμή που ξημερώνει. Υπάρχει μια δροσιά που δεν μπορεί το δέρμα να τη νιώσει. Υπάρχει μια στιγμή που θα ξεχαστούν. Υπάρχει μια διάθεση. Τουλάχιστον.

Τρίτη 3 Απριλίου 2018

Ελέφαντας.

Εφήμερα μέσα στο βράδυ, μέσα στην επανάληψη,  να δημιουργείς την απόλαυση της σάρκας, την ηδονή  της χαράς. Εφήμερα να πλάθεις την ιστορία σου και το παραμύθι σου με το τέλος που έχεις προπλάσει. Και το ζεις, και το ζεις εφήμερα ξανά και ξανά από συνήθεια, από επανάληψη. Από χρόνο σε χρόνο. Να βιάζεσαι να δεις το τέλος του όταν αυτό έχει τελειώσει. Εφήμερα.
Και φτάνεις στον ανεμόμυλο κάτω από το φεγγάρι του Αυγούστου από μια συνήθεια που σε έκανε να τρέξεις επειδή φοβήθηκες ότι θα ξεχάσεις. Κι όμως έφτασες ως εκείνη την άκρη, του ανεμόμυλου, μακριά από όλους τους αέρηδες που θα σε πήγαιναν αλλού. Στο αλλού που δεν κατάφερες να μάθεις και δεν κατάφερες να ανακαλύψεις ούτε κι απόψε. Έμεινες εφήμερα να κοιτάς τις σκιές μπροστά σου να περνάνε και να στέκονται πιο πέρα, εκεί, αλλά πιο πέρα. Με ένα μπουκάλι μπύρας που αφήνει την μυρωδιά της στην ανάσα σου για μια στιγμή, όσο να ξημερώσει. Όσο να σε ξεπλύνει το αλάτι. Όσο να επιστρέψεις στις όχι πια και τόσο συνήθειες που τόλμησες να αφήσεις να ξεχαστούν. Για να ξαναφύγεις μακριά για να ψάξεις την ουσία του εφήμερου αφουγκρασμού.
Και να φοβάσαι τις σκιές που πέρασαν από μπροστά σου μήπως και σε καταραστούν που δεν τις γνώρισες έστω και εφήμερα, έστω και από την λάθος ερμηνεία του εφήμερου. Και να βιάζεσαι. Και να γυρνάς πίσω στο μπροστά. Να χάνεσαι. Να χάνεσαι στα χνάρια που είναι ολοφάνερα μπροστά σου.

Πόσο θα ήθελα να πατήσω πάνω σε αυτά τα χνάρια επειδή κάποιος θέλησε απλά να μου δείξει τον δρόμο και αφήνοντας με να ανακαλύψω τις πτυχές του. Πόσο θα ήθελα να είμαι ο χρόνος που θα κλείνει μέσα στη ροή του όλο το σταθερά εφήμερο συναίσθημα. Πόσο θα ήθελα να έχω τον ενθουσιασμό του κάθε σωστά εφήμερου μεσημεριού μαζί σου μη έχοντας τι να κάνω μέσα σε όλα αυτά που τρέχουν και με τρέχουν τόσο. Πόσο θα ήθελα να μπορώ να σου μιλήσω για όλα αυτά τα εφήμερα που μοιάζουν μοναδικά και αιώνια και νοσταλγικά και σκληρά ερωτικά. Πόσο θα ήθελα να έχω τον χρόνο που με περνάει συνειδητά στο άχρονο  μαζί σου και μετά με αφήνει μοναχό μέσα στο σαρκίο μου. Στον ιδρώτα μου και στο αίμα μου. Με μια αίσθηση προσμονής και καθετί ακραίο μα συγκινητικά μονότονο. Πόσο θα ήθελα να δω μια πτυχή του δικού μου εφήμερου εαυτού για να πω την επόμενη κιόλας στιγμή πως αυτό είμαι.
Πόσο θα ήθελα να είμαι ένας ελέφαντας για όλα αυτά που μου διάβασε ένας φίλος απόψε μέσα στη βαβούρα του αλκοόλ μέσα στον έρωτα του για τα μάτια που δεν είχε απόψε μαζί του και όμως τα είχε. Ένας ελέφαντας γιομάτο παιδική φωνή. Γιομάτο χαρά και θλίψη για το μακρινό ταξίδι του εφήμερου.

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

Αργά.

Χάθηκα μέσα στις κατακόμβες των συρμών. Εκείνο το βράδυ χάθηκα και τράβηξα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μέχρι το τέρμα και έπειτα πάνω σε δυο ρόδες να τρέχω να ξεφύγω από το βλέμμα σου. Χάθηκα και ψάχνω ακόμα. Και περιφέρομαι μέσα στις σκοτεινές διαβάσεις. Θέλω να βγω μα με πιάνω να μην μπορώ να κάνω βήμα μπρος μήτε βήμα πίσω. Στάσιμος και ασταθής να προσπαθώ να πιέζω την σκέψη μου να διαλύω την φαντασία μου. Μα σε ψάχνω ακόμα. Μέσα σε κορμιά που καίνε, μέσα σε κορμιά που δεν έχουν την μυρωδιά σου. Κι αλλάζω βλέμμα και χαμηλώνω την όψη μου και σκεβρώνω για να μην φαίνομαι. Για να είμαι άλλος, να είμαι μια χελώνα μέχρι να μου περπατήσεις και πάλι την πλάτη με τα ακροδάχτυλα σου. Μέχρι να αφήσεις την ανάσα σου να ανατριχιάσει τον κάθε πόρο του κορμιού του δικού μου. Μέχρι να μυρίσω τα χνώτα σου.
Χάθηκα και ακούω πάλι μουσικές που μου’μαθες να χορεύω σε ρυθμούς δικούς σου ακόμα και όταν απ’έξω έμοιαζε η όψη μου βράχος δύσκολος να σπάσει. Και με έσπασες. Ήρθες και με έσπασες. Και σκαρφάλωσες ξυπόλυτος στις κοφτερές, στις αλείαντες οπές. Και τις μαλάκωσες για να με φτάσεις. Για να σε φτάσω. Και τώρα πέφτω. Και τώρα χάθηκα χωρίς να είμαι σίγουρος σε ποια έξοδο να βαδίσω. Και το αστείο ναι το αστείο είναι πως δεν βλέπω κανέναν λαβύρινθο μπροστά μου. Μονάχα ευθείες σαν δρόμους μεγάλους και πλατιούς έτοιμους να τους τρέξεις. Μα σαν χαμένο στοίχημα τους περπατάω αργά, τόσο αργά που ο ιδρώτας δεν βγαίνει από κανένα μάτι. Χάθηκα μα αυτό που με κινεί είναι η στάση στην πρώτη στην μία σκέψη.

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Βαγόνι 6

Είναι κι αυτά τα τρένα που προκαλούν την αναπόληση. Τα τρένα δεν σταματούν τον προορισμό τους, τα τρένα έχουν μονάχα έναν τίτλο, τα τρένα είναι οι συναντήσεις, τα τρένα είναι οι αποχωρισμοί.
Πίσω από το τζάμι το καθρέφτισμα του εαυτού σου να τον βλέπεις να μπαίνει μέσα στο βαγόνι, να τον βλέπεις να στέκει έξω στην αποβάθρα. Να περιμένει και να περιμένει. Να περνάς την κόκκινη γραμμή για μια στιγμή, να προσπαθείς να έρθεις πιο κοντά. Για μια στιγμή, μέχρι να ακούσεις το σφύριγμα του φύλακα και ύστερα την ανάσα του να σου φωνάζει «κάνε ένα βήμα πίσω», να στο επιβάλει κι εσύ να μην θέλεις. Να κοιτάς αυτό το βλέμμα που ετοιμάζεται να φύγει. Ίσως για πρώτη φορά ένα ταξίδι ίσως πάλι για ένα ακόμα ταξίδι. Το βλέμμα όμως πάντα ίδιο, σιωπηλό να σου επιτάσσει, να σου επιβάλει να φύγεις και εσύ να στέκεις εκεί. Είτε μέσα είτε έξω από το βαγόνι. Εκεί.
Τα τρένα, η αίσθηση αυτής της φυγής, μοναχικές διαδρομές με ένα εισιτήριο που έβγαλες την τελευταία την άκρως μηδενιστική τελευταία στιγμή, την άχρονη στιγμή. Μήπως και περίμενες να αλλάξει κάτι σε όλη αυτή την αναμονή. Μήπως και περίμενες να κάθεσαι σε εκείνο το τραπέζι με τις δυο καρέκλες στην άκρη εκείνου του μπαρ, με εκείνη την λάμπα με εκείνο το κίτρινο φως.
Και εσύ τώρα να ανεβαίνεις τα σκαλοπάτια του βαγονιού σου, του βαγονιού που θα σου ανήκει για τις επόμενες ώρες, τις επόμενες μέρες. Του βαγονιού που ξεγελιέσαι πως θα σε πάει μακριά και προς έκπληξη σου σε πάει κάποιες φορές και προς έκπληξη σου σε βγάζει στον επόμενο σταθμό.
Είναι κι εκείνα τα τρένα που δεν βγάζεις εισιτήριο γιατί θέλεις να παίξεις τις παράνομες διαδρομές, να πάρεις το ρίσκο που θα σε ωθήσει στα άκρα μέχρι οι μηχανές να σταματήσουν και να ξεκινήσουν πάλι και αναπάντεχα εσύ θα είσαι μέσα στο βαγόνι που δεν είναι πια δικό σου και όμως του ανήκεις και κάνεις τα πάντα για να μην σε κατεβάσει, όχι ακόμα. Κρύβεσαι μέσα στις κουκέτες, τρέχεις στο τελευταίο βαγόνι για να ανάψεις κρυφά αυτό το τσιγάρο που θα απολαύσεις όπως θα το απολάμβανες κρυφά εκείνες τις πρώτες φορές που ένιωσες τον καπνό να κατεβαίνει στα πνευμόνια σου και σε έπνιγε και σε ευχαριστούσε. Σίγουρα το απολάμβανες. Τρέχεις στα παράθυρα του και τα ανοίγεις να πάρεις αυτόν τον παγωμένο αέρα που θα σου σπάσουν τα ρουθούνια. Μα περπατάς αργά, νωχελικά τις φορές που φτάνει στους σταθμούς του και φοβάσαι μήπως πρέπει να κατέβεις, ένα βήμα πίσω και χάνεσαι στον στενό διάδρομο περνώντας πάνω από τα ξαπλωμένα καλά κοιμισμένα σώματα.
Είναι τα τρένα που περίμεναν καιρό να σπάσεις τον κουμπαρά σου για να πεταχτούν έξω όλα τα τσίγκινα που θα σε πήγαιναν στο μακρινό ταξίδι μέσα στην μεγάλη αμαξοστοιχία. Μα δεν έσπασε και τώρα μπαίνεις στο βαγόνι σου ήρεμα, και κάθεσαι στην θέση σου πίσω από το τζάμι με το βλέμμα να κοιτά πάντα με την ίδια προσμονή, να γυρίσει από την άλλη πλευρά και να αντικρίσει το βλέμμα σου, να μην είχε κατέβει στον προηγούμενο σταθμό.
Το βλέμμα σου καρφωμένο είτε μέσα είτε έξω από το βαγόνι.

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Στο κύμα.

Δυο φεγγάρια και τρεις ήλιοι. Τόσα χρειάστηκαν  για να ξυπνήσουν όλα. Μερικά σύννεφα πιο πέρα για να ακουστούν τα κύματα που χτυπούν πάνω στον κουρασμένο βράχο...σαν λάγνος περιμένει να μουσκέψει ξανά πριν προλάβει να νιώσει τους πόρους του να σβήνουν.
Κι ακούγονται οι μουσικές σου ξαφνικά. Που στα δυο φεγγάρια κι άλλα τόσα περασμένα άκουγες και άκουγα καθώς χωνόμουν στη πολυθρόνα και βυθιζόμουν δίχως ώρα, δίχως να θέλω να καταλάβω πως μετρούσαν όλα τα λεπτά αντίστροφα μέχρι να φύγει ο πρώτος ήλιος, να βγει ο δεύτερος, ο τρίτος. Μόνο μουσικές, μονάχα βλέμματα και απέραντη σιωπή. Τόση σιωπή που λόγος δεν τολμούσε να εισβάλει.
Μα αρκούσαν όλα. Πέρασε η ώρα ακαθόριστη και μόνη έγνοια να τρέξει λίγο τσάι ακόμη στην λευκή πορσελάνη, να την ζωγραφίσει. Δεν θα πετάξω τίποτα. Μα αρκούσαν όλα. Και τίποτα δεν άλλαξε από την πρώτη σκέψη. Ώρα να κοιμηθείς πρίγκιπα είπε ο λόγος της σιωπής και φύσηξε τόσος αέρας που θρόισε η κάθε κίνηση στο δωμάτιο του κύματος.
Δυο λόγια να ακουστούν...μα πόσα παραπάνω να πει μια σιωπή αντίκρυ στη σιωπή. Μόνο το βλέμμα αρκεί. Αυτό το βλέμμα με το μικρό χαμόγελο να συμπληρώνει την κάθε σκέψη.
Και παραλογίστηκαν όλα. Και γίνηκαν όλα. Ανοιγόκλεισε ο κύκλος πάλι σε δυο φεγγάρια και τρεις ήλιους. Να γίνουν όλα, δίχως να φτωχέψουν από τις σκέψεις. Βρίσκοντας  το τρίτο φεγγάρι στις πίσω συνήθειες.
Τις πρόσκαιρα ξεχασμένες που γελούσαν χαιρέκακα μέχρι να χαθούμε ξανά μέσα τους. Το επόμενο φεγγάρι. Τον επόμενο ήλιο. Ο χρόνος να σβήσει. Ξανά. Η σιωπή να πάρει την θέση. Μέχρι.