Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Σκόρος.

Έχω να συντηρήσω μια σχέση. Να συντηρήσω μια σχέση με έναν χωρισμό. Nα συντηρήσω ενός σπιτιού τη σχέση του μαζί μου. Έχω να συντηρήσω τη σχέση μου με την εικόνα. Έχω να συντηρήσω μια κατάσταση και να συντηρήσω τις φιλικές μου σχέσεις. Έχω να συντηρήσω το παγωτό μου και να συντηρήσω τα παλιά μου ρούχα. Να συντηρήσω τη σχέση μου με τους γονείς αν όχι να τη φτιάξω καλύτερη. Να συντηρήσω τα ρολόγια μου που βρίσκονται σε κάθε μου σχέση παρόν και τη σχέση με τους αγνώστους και τους περιστασιακά γνωστούς σε οποιαδήποτε κοινωνική συναναστροφή. Έχω να συντηρήσω την σχέση μου με τις γλάστρες που μου ανατέθηκαν δίχως να τις ζητήσω και να τις κάνω να ανθήσουν ξανά. Έχω να συντηρήσω την σχέση μου με μια ανεργία. Να συντηρήσω τη μνήμη μου και τις θύμησες της. Έχω να συντηρήσω το λαπτοπ που με ανέχεται. Έχω να συντηρήσω τα παλιά μου έπιπλα. Να συντηρήσω ακόμη και τη σχέση μου με τη νύχτα όταν πέφτει και μου κρατά μούτρα, και με εκδικείται κρατώντας με ξύπνιο. Και η συντήρηση δεν μαθαίνεται. Επιδιώκεται όμως, αλλά και εκδιώκεται. Αναγκάζεται να σε αναγκάσει να την συντηρήσεις σε όλα σου. Και να της πας κόντρα και να σου τη βγει στην επόμενη γωνία. Να συντηρήσω τον εαυτό μου έχω, την σχέση μου μαζί του έχω, για να συντηρήσω την τους τις τα υπόλοιπα σχεσιακά μου συμπλέγματα, τη σχέση, μαζί τους. Ποια συντήρηση είναι η πρώτη, ποια θα πρέπει να πάρει τη θέση της και ποια την λαθεμένη για να κάνει τη διαφορά στις άλλες, τις πιο πριν και τις πιο μετά. Κάπου τις χάλασα αυτές τις σχέσεις και ξάφνου δεν ήθελα να συντηρήσω τίποτα και καμία. Τον εαυτό μου ούτε. Προσωρινά ζήτησα ανακωχή απ’ όλες αυτές. Μα η συντήρηση δε περιμένει. Και μου το είχε πει δίχως λέξη. Μου το έδειξε δίχως νεύμα. Και έμεινα στης συντήρησης τη λίστα δίχως να ξέρω τι να βάλω πάλι πρώτο δεύτερο και την ακολουθία τους. Ο εαυτός μου και εγώ, ήταν η μόνη φράση που έλαβα μέσα από μια κλήση τηλεφωνική. Εγωιστικά αληθινή.

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Αγγελίες & απορίες.

Σε αυτό το κράτος που όλα είναι με επικάλυψη, γιατί καλούμαστε να το σώσουμε? (όχι, αποφεύγω να απαντώ σε τέτοια ερωτήματα, από άποψη και ίσως λίγη βαρεμάρα, αλλά τις απαντήσεις φροντίζουν να μου τις δίνουν άλλοι είτε το θέλω είτε όχι).
Είμαι στη διαδικασία εύρεσης εργασίας εδώ και λίγο καιρό, που σημαίνει ότι στέλνω συνεχώς βιογραφικά σε εταιρίες που με ενδιαφέρουν ή έτσι πιστεύω, ή πείθω τον εαυτό μου να το πιστεύει. Αλλά και σε εταιρίες που οι αγγελίες τους γράφουν ωραιοποιημένα λόγια. Λιγάκι ακαθόριστα μα πώς να μην είναι. Και στέλνω. Και στέλνω. Και τηλέφωνο με παίρνουν ευγενικές φωνές και μάλιστα κάποιοι εξ αυτών σου μιλούν και ευγενικά και φιλικά. Μπαίνω λοιπόν στην διαδικασία, και πώς να μην μπω άλλωστε, να ντυθώ καλά (εννοώ να βάλω παντελόνι και πουκάμισο, κάτι που αποφεύγω τα καλοκαίρια) την επόμενη μέρα και να πάρω τον δρόμο της συνέντευξης. Και πάω. Και φτάνω. Και η πόρτα ανοίγει αντικρίζοντας ένα ωραίο περιβάλλον εργασιακό, και δυο τρεις ανθρώπους με χαμόγελα. Και σκέφτομαι φυσικά στη σιωπηλή μου σκέψη ότι ίσως και να έπιασε τόπο το βιογραφικό μου αυτή τη φορά. Και η συνέντευξη ξεκινά με ωραίο μπλά-μπλά, υποσχέσεις και μικρά χαμόγελα ως σαν φιλικά. Και λέω καλά! Είμαστε καλά. Η συζήτηση γύρω από την εξέλιξη αυτής της χώρας, γύρω από την νοοτροπία των συνανθρώπων μας και η άποψη ότι όλοι θέλουμε να γίνουμε αφεντικά δίχως να κοπιάσουμε. Το προσπερνώ και κάνω ότι συμφωνώ, διότι εντάξει, θέλω λέω τη δουλειά στην ωραία φαινομενικά εταιρία. Η κουβέντα εκτυλίσσεται και εξελίσσεται σε φιλικό επίπεδο, οικείο επίπεδο, που χαλαρώνω και εγώ και απαντώ και ανταποκρίνομαι. Και σκέφτομαι ότι μια από τις αγαπημένες μου δασκάλες στο πανεπιστήμιο, μας τόνιζε ότι η γλώσσα του σώματος σε μια συνέντευξη είναι σημαντική όπως και το τι θα πει η δική σου γλώσσα, η μπαδίζουσα. Αλλά με χαλάρωνε τόσο ο κύριος που μου μιλούσε για τα παιδικά του χρόνια, που έχανα τον στόχο μου και τελικά καθόμουν σταυροπόδι. Και έτσι έφυγε η πρώτη μέρα.
Η χαρά μεγάλη που με κάλεσαν και στην δεύτερη συνέντευξη αλλά με έναν όρο. Να φορέσω κάτι πιο φόρμαλ, πιο επίσημο βρε παιδί μου. Και σκέφτομαι και λέω εντάξει ας το ακολουθήσουμε. Μια εταιρία τα ζητά αυτά συνήθως ή μήπως όχι; Και ντύθηκα ξανά. Και πουκάμισο ριγέ έβαλα, και υφασμάτινο παντελόνι μπλε έβαλα, και ζώνη καφέ αλλά και παπούτσια καφέ. Ακάλτσωτα. Έβαλα. Μοντελάκι σου λέει πήγα στην δεύτερη επαφή με την υποδειγματική εταιρία. Και αντίκρισα εκεί άλλα τέσσερα παιδιά, άλλους τέσσερεις υποψηφίους με τα ίδια ρούχα, τα κάπως επίσημα ας πούμε. Όλοι με πτυχία και κάποιοι με μεταπτυχιακά.
Χρειάστηκαν τρεις ώρες επιπλέον συζήτησης με τον ίδιο τον ιδιοκτήτη, τον επιχειρηματία παρακαλώ, να μας εξηγεί πώς δουλεύει η αγορά αλλά και πως ο ίδιος περήφανα πέτυχε στη ζωή του και ανοίγει συνεχώς εταιρίες ανά την Ελλαδίτσα μας μέχρι τα σαραντατρία του χρόνια και έχει βλέψεις για άλλες τόσες. Δέκα στον αριθμό. Πότε θα προλάβει δε ξέρω, δε ρώτησα κιόλας μη τον φέρω σε δύσκολη θέση. Και μιλάει πάλι, και μιλάει πολύ, και οι δύο από εμάς τους πέντε καταλαβαίνουμε ότι κάτι πάει στραβά, και πάει πολύ στραβά σε αυτή την τόσο σούπερ εταιρία με το πολύ ντιζαϊνάτο περιβάλλον. Χρειάστηκαν λοιπόν τρεις ώρες για να μας εξηγήσει όμορφα και ωραία ότι καλεί νέους και νέες φυσικά με κοστούμια και ωραία χαμόγελα για να κάνουν βόλτες στα προάστια της Αθηνούλας, της κατακαημένης πλέον Αθηνούλας, για να χτυπούν κουδούνια στους έρμους και φοβισμένους πολίτες της.
Κουδούνια. Μα κουδούνια χτύπαγα όταν ήμουν στα δέκα μου και έκανα κοπάνα με τους φίλους μου από το φροντιστήριο Αγγλικών της κυρίας Γιαννίτσας για να γελάσουμε στους δρόμους. Και τώρα να! πάλι μπροστά μου το παιχνίδι αυτό. Δεκαοχτώ χρόνια μετά. Αλλά με σκαρπίνια και γραβατοδέματα. Και όχι να τρέχω όταν τα χτυπάω, αλλά να κάθομαι εκεί να μου ανοίξουν και να με βρίσουν που τους το χτύπησα. Και εγώ τι να τους πω; ότι τους κάνουμε πλάκα; κάπου μπερδεύτηκα. Κάπου έχασα τη ψυχραιμία. Κάπου έκατσα σαν σαδιστής να δω πού αλλού φτάνει αυτό το παιχνίδι με τους νέους όρους. Τρεις ώρες συν δυο από πριν. Για να καταλάβω πόσος κόσμος υπάρχει που θα κοροϊδέψει και θα εκμεταλλευτεί έναν άνεργο νέο, ένας αποτυχημένος Λαμιώτης (γιατί μάθαμε όλο το ιστορικό του). Και δεν είμαι νέος στα είκοσι οχτώ, δεν είναι νέες ούτε οι άλλες δυο. Νέοι είναι στα δεκαοχτώ. Τα ερωτήματα πολλά και καθόλου φιλοσοφικά. Μα η άποψη μία. Έμπειρος πολύ δεν είμαι, σκατά πολλά δεν έχω φάει. Αλλά προς τι το όφελος της κοροϊδίας και της απογοήτευσης από μεγαλύτερους που περηφανεύονται για την ειλικρίνεια τους, προς άνεργους ανθρώπους; Στα κομμάτια να πάνε και να ζήσουν όπως αξίζει λέω. Αλλά μάλλον πετυχαίνουν τον στόχο τους και κάνουν λίγα βήματα ακόμη. Άρε χώρα που μεγαλώσαμε μέσα σου και τίποτα δεν καταλάβαμε από σένα. Μονάχα να σε εκμεταλλευτούμε και να σε καταστρέψουμε και να γελάσουμε μαζί σου. Χωρίς να ξέρουμε οι αδαείς ότι εσύ θα ρίξεις το μεγαλύτερο κλάμα προς έκπληξη μας για όλα αυτά. Και το κάνεις ήδη.
Σκαρπίνια δεν φόρεσα τελικά, γιατί ήθελαν μαύρα και με τη ζώνη μου δεν πήγαιναν γιατί ήταν καφέ. Γραβάτα επίσης, γιατί την έχω αφήσει σε άλλο σπίτι και δύσκολα θα την έπαιρνα πίσω. Έτσι βόλτες μέσα στην Αθηνούλα μας ως κουμπάρος δεν έκανα. Γιατί οχτώ ώρες να περπατάω και να χτυπάω κουδούνια από τα ωραία μου Εξάρχεια ως τα Πατήσια και μετά στην δροσερή Κηφισιά, (που και τον φίλο μου δεν θα έβλεπα εκεί πάνω, να έλεγα ότι θα του έκανα και επίσκεψη) θα τελείωνε το άουτφιτ μου μόνο του, και εγώ θα ήμουν πέντε κιλά πιο κάτω, δυο βαθμούς πίεσης πιο πάνω, και θα μένανε τα σκαρπίνια να με κοροϊδεύουν χορεύοντας μόνα τους στους δρόμους.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

θύμησες.

Θυμάμαι τον τρύγο στο χωριό, το κόψιμο, το μάζεμα των σταφυλιών από τα τσαμπιά με τόση προσοχή. Με ένα μαχαίρι κοφτερό ή ψαλίδι στους μικρότερους. Να τα μαζεύεις στα τελάρα μέσα, με τη χαρά να βγουν πολλά. Όχι για παραγωγή, όχι, μονάχα για να γεμίσουν τα βαρέλια στο κατώι. Εκείνο το κατώι με τις μυρωδιές του μούστου και της μούχλας. Ηδονιστικά ωραία αίσθηση, να κλείνεις την πόρτα και να την ανοίγεις ξανά για να πάρεις μια δόση ακόμη από την μυρωδιά. Να μην κάθεσαι πολύ μέσα απλά για να μην συνηθίσεις και δεν την οσφραίνεσαι πια. Το κατώι, παλιά κουζίνα με το διχτυωτό ψυγείο, με τα τεντζερέδια και τα κουζινικά της γιαγιάς και τα ποτηράκια που τώρα έχουν πάρει θέση μονάχα ως διακοσμητικά στο καφέ στρογγυλό τραπεζάκι του εγγονού. Ταξίδεψαν κι αυτά όπως και τόσα άλλα αντικείμενα από αυτό το κατώι. Το κατώι που τις δεκαετίες τις όχι και τόσο τελευταίες έχει πάρει τη μορφή της αποθήκης με τις πιο γλυκές αναμνήσεις. Με τα τρία μεγάλα βαρέλια έτοιμα να υποδεχτούν τον οίνο του κάθε νέου Σεπτέμβρη. Από το πατητήρι της αυλής κατευθείαν μέσα τους. Μέχρι να σφραγιστούν να κλείσουν πάλι από την αρχή και να κάνουν το κρασί να περιμένει, να μεστώσει, να κοκκινίσει να μπει περήφανα στη νταμιτζάνα και στη κάθε γιορτινή κανάτα. Ξανά. Το πατητήρι, αυτή η μεγάλη γούρνα, πεντακάθαρη κάθε του τρύγου γιορτή να υποδέχεται στον πέτρινο πυθμένα της, τις πατούσες να λιώσουν κάθε τσαμπί, κάθε ρόγα σταφυλιού που είναι πρόθυμη να δώσει το νέκταρ της, τον οίνο της. Μέχρι να καλυφθεί ξανά για το υπόλοιπο έτος με τάβλες ξύλινες σαν να ’ναι η σκέπη του. Αυτό το πατητήρι που φύλλα θα γεμίσει πάλι, πράσινα από τη μουριά και της συκιάς πλατύφυλλα, μέχρις ότου ξεραθούν. Σαν το κρασί λοιπόν που θα μεστώνει, η υπομονή όλης της διαδικασίας είναι γαϊδουρινή, αυθεντική, γλυκιά πριν γίνει ξύδι το περίσσευμα της. Πριν γίνει τσίπουρο το πρώιμο περίσσευμα της.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Γρήγορα.

Τόσο εύκολα να κοιταχτεί πια. Να δώσει ένα βλέμμα μέσα στην ευθεία, μέσα καρφωμένα εκεί, μέσα στα δικά της. Τι θα πει άγνωστη και τι θα πει δε τη ξέρω και δε την έχω ξαναδεί. Ένα βλέμμα φτάνει πια. Και περνούν οι στάσεις έτσι, στην επόμενη η ανάσα κόβεται και αρχίζει πάλι, αφού το βλέμμα παραμένει εκεί, μέσα, καρφωμένα εκεί μέσα τα δικά της. Είναι σίγουρο πια πως περιμένει κάτι παραπάνω, δεν κατεβαίνει. Όχι ούτε σε αυτήν, ίσως στην επόμενη ίσως στην δική του αλλά δεν κατεβαίνει τώρα. Χαμόγελο κρυφό, χαμόγελο απροκάλυπτο. Σκάλες, ένα ένα τα σκαλοπάτια αργά, ανεβαίνει πρώτα το δεξί και έπειτα το αριστερό. Περπατά στον διάδρομο για την έξοδο, περπατά και ιδρώνει η αγωνία μέχρι να κοιτάξει μέσα στην άδεια προθήκη, στο τζάμι, να βεβαιωθεί, να τη παρακαλέσει, να του φανερώσει ότι είναι πίσω του ακόμη, στο πλάι του ίσως φτάσει. Και περπατά και βγαίνει στον αέρα. Στα σπασμένα πλακάκια περπατά και δεν έχει πουθενά να κοιτάξει πια. Καρφωτά μονάχα το δικαίωμα. Μα περπατά. Τον προσπερνά και περπατά. Στροφές ίδιες, ευθείες ίδιες. Ακόμη εκεί, μπροστά. Πρώτος δρόμος, δεύτερος δρόμος, τρίτος, εκεί. Μπροστά του. Σταματά. Προσπερνά. Τα χάνει, προσπερνά. Αναγκαστικά. Βήμα αργό, τραγελαφικό μα περπατά. Επιλογή μονάχη. Κουβέντα καμιά. Βλέμμα άδειο. Σκέψη κολλημένη. Φτάνει. Φτάνει. Μέσα. Χαμόγελα. Φώτα σβηστά. Αναμμένα αργά. Σβηστά για να μην δουν πολλά. Τίποτα να μην δει πολλά. Φτάνει να υπάρξει η φορά. Ρούχα αργά. Αγγίγματα τρυφερά. Όχι άγρια, όχι άγνωστα. Απλά, απαλά. Ακόμη όρθιος. Ακόμη όρθια. Φιλιά. Φιλιά προδομένα. Άγνωστα στην ανάγκη να βρουν γνώριμα σαρκικά φιλιά. Φιλιά που ίσως ταιριάζουν. Σίγουρα ταιριάζουν. Πρέπει να ταιριάζουν. Κουβέντες, λίγες κουβέντες. Όχι οι απαραίτητες, όχι οι τυπικές. Οι γνωστές, πρέπει να είναι οι γνωστές. Ακολουθία. Αναγκαστική. Προσποιητά γνώριμη. Ακολουθία. Η μία πίσω από τον άλλον. Στο κρεβάτι. Στο δωμάτιο. Στο στρώμα. Στα σεντόνια. Έρωτας. Σαρκικό γαμήσι. Έρωτας είναι. Ανάγκη είναι. Έρωτας είναι. Αγγίγματα είναι. Ακαθόριστα, άγνωστα, επιζητούμενα, δοσμένα. Είναι. Όπως θα ήθελε να είναι. Είναι. Δεν χωράει το άγνωστο εδώ. Σαν παλιά. Σαν τότε, έτσι είναι. Δεν είναι. Μην το πεις. Ξέρουν, είναι. Τελειώνει, τελειώνει. Ιδρώτας. Κόπος. Ευχαρίστηση είναι. Δεν είναι. Μην το πεις. Είναι. Μείνε. Θα φύγω. Μείνε. Ποτά. Τσιγάρα. Αγκαλιά. Στο κρεβάτι ξανά. Στα σεντόνια ξανά.  Τα μαξιλάρια πάνω. Να περιμένουν το σωστό προσκεφάλι. Ξάπλωσε. Δε ξέρω. Σε ποια. Άγνωστη η πλευρά. Άγνωστη η συνήθεια. Δεν είναι. Είναι. Δεξιά. Αριστερά. Κομοδίνο. Πόρτα. Έξοδος. Προδίδουν. Άγνωστοι. Δεν είναι. Είναι. Καλημέρα. Μιλάμε ξανά. Δεν. Μιλάμε ξανά. Καλημέρα. Πίσω ξανά. Στην επόμενη φορά.

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Ξέμεινα.

Είχα έναν αναπτήρα μπλε, ακόμη τον έχω. Τον είχα αφήσει να ξεκουραστεί, δίπλα από την καφέ θήκη του καπνού πάνω στο παλιοτικό καφέ τραπεζάκι. Ήταν, είναι ο μοναδικός που έχω πλέον έπειτα από καμιά δεκαριά που κόβαν βόλτες μέσα στο σπίτι. Και έτσι του έκανα όλα τα χατίρια. Τον έβγαζα βόλτα, τον άφηνα να ξεκουραστεί για καμιά ωρίτσα, τον άφηνα ακόμη και να τον χαϊδεύουν άλλα χέρια όσο η κουβέντα του αέρα προχωρούσε. Με έπιασε να βάλω σκούπα. Ηλεκτρική. Την κόκκινη που δουλεύει, όχι την γκρι, η οποία και αυτή μπορεί να δουλεύει αλλά δεν την έχω τσεκάρει ποτέ τόσους μήνες. Ως καθαρά αναβλητικός χαρακτήρας την αφήνω πάντα για την επόμενη φορά. Σκούπισα πέρα, σκούπισα δώθε, σκούπισα παρακήθε, και μου’κοψε να ανεβάσω τον σωλήνα της πάνω στο τραπεζάκι, κρυφά και διακριτικά. Τρόμαξε ο μπλε μόλις είδε τη ρουφήχτρα, και αυτή το κατάλαβε και τον ρούφηξε με τη μία μπροστά στα μάτια μου. Έκπληκτος. Να κοιτάζω την θήκη τη καφέ να μένει μόνη της, ξαφνικά. Και τα αυτιά μου να ακούν το γκλουπ-γκλουπ μέχρι να φτάσει ο μπλε στο χάρτινο στομάχι της κόκκινης. Την έκλεισα, την εγχείρησα μέχρι να φτάσω στο στομάχι, και εκεί, έμεινα, φωνάζοντας στον μπλε να εμφανιστεί για να τον σώσω - για να με σώσει και αυτός από το πήγαινε-έλα στον αγέλαστο ψιλικατζή με το μεγάλο κενό στη κάτω γνάθο. Τίποτα. Ξέμεινα με τα σπίρτα του Κυριάκου, τα διαφημιστικά, που ήταν ξεχασμένα στο συρτάρι το γαλάζιο, που είναι άσπρα πλέον και κρατούν αυτά παρέα στην καφέ θήκη, πάνω στο καφέ, παλιοτικό, τραπεζάκι.