Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Θα φυσήξει ξανά.

Η θεία.
Ήθελε πάντα ένα μπαλκόνι “καράβι”… έλεγε. Και το απέκτησε. Να βάλει, έλεγε,  στο κατάστρωμα του ένα τραπέζι  μεγάλο, να χωράνε οι καρέκλες όλες. Να μας μαζεύει όλους, έλεγε, εκείνα τα ήρεμα και ζεστά βράδια, όλους. Να μας ταΐζει, να μας ποτίζει, να μας γελάει και καμιά φορά να μας μεθάει μέσα στην ασφάλεια του καταστρώματος της.
Εκείνα τα ήμερα βράδια που καθόμασταν ο καθένας στις άτυπα δικές μας θέσεις, ο καθένας. Να μας χτυπάει ο αέρας και να μας λέει «μετρήστε τα άστρα», η θεία. Και μόνο χαμηλές φωνές έβγαιναν και πέταγαν ξέγνοιαστες, για να μην χαλάσουμε το κόχλασμα από τα κύματα που εσκάγανε κάθε βράδυ και έπαιρναν μαζί τους τα ακροβότσαλα. Κι αν καμιά φορά τα γέλια ήταν δυνατά, μας άφηνε, να μας χαρεί για λίγο πριν επαναφέρει την στιγμιαία τάξη με ένα «σσσούτ», που όμως δεν εννοούσε ποτέ, γιατί όπως έλεγε, μας άκουγαν - όπως έλεγε - από το δίπλα καράβι, που όμως δεν είχε ποτέ το πλήρωμα του.
Μείναμε στο καράβι μας. Τέσσερις επιβάτες με άδειες καρέκλες να τις τρώει ο ήλιος. Και εμείς να σκάμε από τον άσχημο ήχο της θάλασσας που έγινε ξαφνικά τόσο εκκωφαντικός και μας πετάει στις καμπίνες μας τις άδειες. Και μόνο η θεία να στρώνει τις κουκέτες μας.
Ακόμα.

Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Αύγουστος ήτανε.

Αυτούς τους Αυγούστους θα ψάχνω πάντα απ’εδώ και στα επόμενα καλοκαίρια. Τους Αυγούστους που πηγαίναμε εκδρομές. Που ξυπνούσαμε στη δροσιά του πρωινού για να φτιάξουμε το κολατσιό της διαδρομής.
Που πατούσαμε ξυπόλυτοι στα ζεστά μάρμαρα για να μην  κάνουμε φασαρία στην ηρεμία του πρωινού ξυπνήματος. Θα τους αναζητάω πάντα αυτούς τους Αυγούστους που φτάναμε στις παραλίες γεμάτοι χαμόγελα και δεν βρίσκαμε ποτέ έναν ίσκιο. Σαν λες και ήθελε ο ίδιος ο ήλιος να μας κοροϊδέψει που θα μας κάψει γλυκά. Και εμείς γελούσαμε μαζί του συγκαταβατικά. Τις βουτιές θα ψάχνω και τα πιτσιρίκια που μας κατάβρεχαν  πριν το θαλασσινό νερό φτάσει ως τη μέση. Μα πιο πολύ θα ψάχνω, θα αναζητάω αυτή την ευτυχία της στιγμής, ακόμη και της επιστροφής. Ήταν πάντα φόβος αυτή η επιστροφή. Από οπουδήποτε. Μονάχα από τις εκδρομές στη θάλασσα δεν την φοβόμουν και κράταγα την ευτυχία σφιχτά μέχρι την επιστροφή εκείνη. Μέχρι να δύσει ο ήλιος, να ξεραθεί το αλάτι πάνω στο κορμί και να το κάψει. Μέχρι να κλείσει η πόρτα πίσω μας και να μείνουν οι λινές κουρτίνες να ανεμίζουν μέσα στο σπίτι. Αυτό το αεράκι θα ψάχνω πάντα, του Αυγούστου, στον καναπέ με σβηστά τα φώτα, να σκάει πάνω μας και να δίνει ανάσα στο ιδρωμένο από το αλάτι, κορμί. Και να γελάμε. Θεέ μου ναι, να γελάμε χωρίς ενοχή, να γελάμε χωρίς φόβο μήπως και κάποιος μας το στερήσει. Αυτούς τους Αυγούστους θα ψάχνω και θα περιμένω πάντα, τώρα που μείναμε σε άδεια σπίτια και τα μάρμαρα δεν θέλουν επαφή με το πάτημα μας.

Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Της νύχτας.

Κουράστηκα. Να νυστάζω κουράστηκα. Να νοιώθω, τις ώρες που οι άλλοι κοιμούνται. Να κάθομαι με τα μάτια έτοιμα να πέσουν στη λήθη τους και έντρομα να ξαγρυπνούν. Κουράστηκαν. Κουράστηκα. Την ώρα που υπομονετικά περιμένω. Και όταν φτάσει, αφήνω την βραδινή ανάσα του ύπνου να με αγκαλιάσει, να με ξεκουράσει κι απόψε. Με τα πρώτα βήματα. Τα δώδεκα βήματα της απόστασης για την βραδινή λύτρωση, του καναπέ προς τη θέα με το κρεβάτι. Να πρέπει κρυφά να τον ξεγελάσω, να την ξεγελάσω για να μην με αφήσει, για να ξαπλώσει μαζί μου. Απόψε. Η Νύχτα. Κουράστηκα να με αφήνει κάθε που μεσάνυχτα και ξημερώματα πέφτουν. Να πρέπει, γιατί δεν θέλω, σίγουρα δεν θέλω, να με αφήσει ξάγρυπνο. Κουράστηκα να στριφογυρνάω μέσα στα κρύα σκεπάσματα που με υπομονή ωρών ολόκληρων περιμένουν να ζεσταθούν από την ανάσα του ύπνου. Κουράστηκα να μου την σκάνε συνέχεια. Και αυτά. Απόψε. Σας ξορκίζω, σας παρακαλάω, να με αφήσετε. Όχι, να με πάρετε. Να με καλωσορίσετε. Να με αφήσετε να κοιμηθώ. Πάνω σας. Μέσα σας.Κουράστηκα, να ξεστρώνω το σεντόνι που χρώμα αλλάζει τόσο γρήγορα. Γιατί τάχα λερώθηκε. Και τσαλακώθηκε πολύ, από τον ανυπέρβλητο και μεγαλοπρεπή ύπνο που έκανα πάνω του. Ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε. Σίγουρα θα έπρεπε. Μένουν τα τσαλακώματα του όμως. Μόνο. Από τις χαμένες σβούρες του κορμιού πάνω του.  Κουράστηκα. Μα η ανάγκη της υπομονής για τον ύπνο, θα συνεχίσει να προσμένει την όποια ώρα, που θα κάνει τη χάρη στο σαρκίο να ξαποστάσει ακόμη κι αν τελικά δεν είναι στο κρεβάτι. Ή στο όποιο ένα κρεβάτι.