Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Βαγόνι 6

Είναι κι αυτά τα τρένα που προκαλούν την αναπόληση. Τα τρένα δεν σταματούν τον προορισμό τους, τα τρένα έχουν μονάχα έναν τίτλο, τα τρένα είναι οι συναντήσεις, τα τρένα είναι οι αποχωρισμοί.
Πίσω από το τζάμι το καθρέφτισμα του εαυτού σου να τον βλέπεις να μπαίνει μέσα στο βαγόνι, να τον βλέπεις να στέκει έξω στην αποβάθρα. Να περιμένει και να περιμένει. Να περνάς την κόκκινη γραμμή για μια στιγμή, να προσπαθείς να έρθεις πιο κοντά. Για μια στιγμή, μέχρι να ακούσεις το σφύριγμα του φύλακα και ύστερα την ανάσα του να σου φωνάζει «κάνε ένα βήμα πίσω», να στο επιβάλει κι εσύ να μην θέλεις. Να κοιτάς αυτό το βλέμμα που ετοιμάζεται να φύγει. Ίσως για πρώτη φορά ένα ταξίδι ίσως πάλι για ένα ακόμα ταξίδι. Το βλέμμα όμως πάντα ίδιο, σιωπηλό να σου επιτάσσει, να σου επιβάλει να φύγεις και εσύ να στέκεις εκεί. Είτε μέσα είτε έξω από το βαγόνι. Εκεί.
Τα τρένα, η αίσθηση αυτής της φυγής, μοναχικές διαδρομές με ένα εισιτήριο που έβγαλες την τελευταία την άκρως μηδενιστική τελευταία στιγμή, την άχρονη στιγμή. Μήπως και περίμενες να αλλάξει κάτι σε όλη αυτή την αναμονή. Μήπως και περίμενες να κάθεσαι σε εκείνο το τραπέζι με τις δυο καρέκλες στην άκρη εκείνου του μπαρ, με εκείνη την λάμπα με εκείνο το κίτρινο φως.
Και εσύ τώρα να ανεβαίνεις τα σκαλοπάτια του βαγονιού σου, του βαγονιού που θα σου ανήκει για τις επόμενες ώρες, τις επόμενες μέρες. Του βαγονιού που ξεγελιέσαι πως θα σε πάει μακριά και προς έκπληξη σου σε πάει κάποιες φορές και προς έκπληξη σου σε βγάζει στον επόμενο σταθμό.
Είναι κι εκείνα τα τρένα που δεν βγάζεις εισιτήριο γιατί θέλεις να παίξεις τις παράνομες διαδρομές, να πάρεις το ρίσκο που θα σε ωθήσει στα άκρα μέχρι οι μηχανές να σταματήσουν και να ξεκινήσουν πάλι και αναπάντεχα εσύ θα είσαι μέσα στο βαγόνι που δεν είναι πια δικό σου και όμως του ανήκεις και κάνεις τα πάντα για να μην σε κατεβάσει, όχι ακόμα. Κρύβεσαι μέσα στις κουκέτες, τρέχεις στο τελευταίο βαγόνι για να ανάψεις κρυφά αυτό το τσιγάρο που θα απολαύσεις όπως θα το απολάμβανες κρυφά εκείνες τις πρώτες φορές που ένιωσες τον καπνό να κατεβαίνει στα πνευμόνια σου και σε έπνιγε και σε ευχαριστούσε. Σίγουρα το απολάμβανες. Τρέχεις στα παράθυρα του και τα ανοίγεις να πάρεις αυτόν τον παγωμένο αέρα που θα σου σπάσουν τα ρουθούνια. Μα περπατάς αργά, νωχελικά τις φορές που φτάνει στους σταθμούς του και φοβάσαι μήπως πρέπει να κατέβεις, ένα βήμα πίσω και χάνεσαι στον στενό διάδρομο περνώντας πάνω από τα ξαπλωμένα καλά κοιμισμένα σώματα.
Είναι τα τρένα που περίμεναν καιρό να σπάσεις τον κουμπαρά σου για να πεταχτούν έξω όλα τα τσίγκινα που θα σε πήγαιναν στο μακρινό ταξίδι μέσα στην μεγάλη αμαξοστοιχία. Μα δεν έσπασε και τώρα μπαίνεις στο βαγόνι σου ήρεμα, και κάθεσαι στην θέση σου πίσω από το τζάμι με το βλέμμα να κοιτά πάντα με την ίδια προσμονή, να γυρίσει από την άλλη πλευρά και να αντικρίσει το βλέμμα σου, να μην είχε κατέβει στον προηγούμενο σταθμό.
Το βλέμμα σου καρφωμένο είτε μέσα είτε έξω από το βαγόνι.