Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019

Εκ-πνοή.

Δέκα μέρες σε έβλεπα, δέκα βραδιές σε αντίκριζα, πεταγόσουν μπροστά τους. Έξαφνα, κρυφά, απροσδόκητα, χωρίς ποτέ να στο ζητήσουν χωρίς ποτέ να σε περιμένουν.
Την πρώτη εκείνη βραδιά στο τελείωμα του θέρους, είχε ξαπλώσει στα βότσαλα κοιτάζοντας τις φωτεινές ψυχές στον ουρανό να τον κοιτάνε (είναι κάποιοι άνθρωποι που πιστεύουν πως τα αστέρια είναι οι ψυχές που ανέβηκαν ψηλά). Κι εκείνος να τον τραβά πάνω του για να μην πονά το κορμί του από τα άτσαλα βότσαλα.
Πέρασες για πρώτη φορά μέσα στο σκοτάδι, σαν χαμένη, σαν να είχες χάσει τον προσανατολισμό σου, σαν κάποιος να σε πέταξε εκεί, μακριά πολύ από τα μέρη τα δικά σου. Μα κοντοστάθηκες μόλις αντίκρισες την εικόνα των δυο σωμάτων. Τα κοίταξες, μίλησες με τη σιωπή τους και το βλέμμα σου καρφώθηκε για μια στιγμή. Για μια στιγμή μονάχα κι έφυγες να βρεις την φωλιά σου μέσα στο σκοτάδι, μέσα στις λεύκες και στις πικροδάφνες που έστεκαν ακίνητες, να μην ιδρώνουν από την αλμύρα που χτύπαγε πάνω στα ξερασμένα φύκια. Η πρώτη νύχτα και ήσουν εσύ ο μάρτυρας του φιλιού τους. Ένα φιλί διστακτικό μα δίχως να σταματάει, μονάχα η ροή της ανάσας θα μπορούσε να το διακόψει κι όμως εκείνη την βραδιά, με εκείνο το φιλί έπαιζε κι αυτή μαζί τους. Εσύ, έστεκες σίγουρα κρυμμένη κάπου εκεί, μέσα στο βαθύ μαύρο να κοιτάς.
Το παράπονο που βρέθηκες εκεί. Και γύρισες πάλι και πάλι για εννιά φορές, για εννιά βραδιές. Έβγαινες στους έρημους δρόμους με την πυρακτωμένη πίσσα από τον ήλιο του μεσημεριού. Αλλαγή τοπίου και όμως ήσουν κάθε βράδυ. Πώς έφτασες ως εκεί; Να περιμένεις να περάσουν με το αυτοκίνητο αυτή τη φορά και την επόμενη και την επόμενη μέσα από τα ελαιόδεντρα να διασχίσουν αργά κάθε φορά την γνώριμη διαδρομή, την ξένη πια. Σα να κρατάει η νύχτα παραπάνω, σα να διαστέλλονται οι ώρες και τα λεπτά αυτές τις νύχτες. Κι εσύ να βγαίνεις στην άκρη του δρόμου, να στέκεσαι για μια στιγμή, να τους κοιτάς σαστισμένη με το φωτεινό σου βλέμμα από την αντανάκλαση των λαμπτήρων. Στην σιωπή όπως την πρώτη βραδιά και ύστερα να εξαφανίζεσαι στα καρποφόρα δέντρα που τώρα όμως αυτά διψούσαν, σίγουρα διψούσαν για μια σταγόνα δροσιάς. Υγρασία να στάζουν τα φύλλα στους γέρικους κορμούς, υγρασία να στάζουν τα τζάμια από τις άχνες, τις ανάσες που έβγαιναν βαριές.
Και η βραδιά να τρέχει ξαφνικά. Τα βράδια του πηγαιμού όσο οι μέρες γίνονταν έξι, πέντε, τρεις, καμιά. Να τρέχουν τα λεπτά και αυτοί κόντρα στον χρόνο να μετρούν τα χιλιόμετρα, την απόσταση στα διπλά, στα τριπλά κάποιες φορές, τις τελευταίες φορές τα λεπτά αυτά να γίνονται ώρες και να μην γίνονται. Για ένα φιλί εκεί ψηλά στο πλάτωμα του δρόμου. Αυτό το πλάτωμα δεν ξέρω αν το είδες ποτέ, δεν ξέρω αν τους αντίκριζες κρυφά όλες αυτές τις νύχτες που έμεναν βουβοί, με τις ανάσες να χορεύουν τον πιο ιδρωμένο τους σκοπό για αυτό το καλοκαίρι. Μόνο εσύ το ξέρεις, εσύ το ήξερες μόνο και τα φωτεινά τα άστρα που έπεφταν πάνω στο σκονισμένο και νοτισμένο αυτοκίνητο σαν τη πάχνη του ξημερώματος.
Σκοτάδι ξανά. Την τελευταία νύχτα. Με ταχύτητα ιλιγγιώδη στον εφιαλτικό αυτό δρόμο. Τον πιο σκοτεινό από όλους τους υπόλοιπους γύρω του. Δεν έφταιγε αυτός όμως, μήτε τα ελαιόδεντρα θα φταίγαν. Και ξαφνικά φρένο. Απότομο φρένο, βίασε όλη την ησυχία και στέγνωσε όλη την υγρασία. Δυο σταματημένες λάμπες να χάνονται στο βάθος της πορείας μα στην μικρή ευθεία τους να φέγγουν να στοχεύουν να προσδιορίζουν να τσακίζουν την χαρά, με την κατακόκκινη πηχτή κηλίδα στην άσφαλτο και το κοκκινοπό τρίχωμα σου μούσκεμα να στάζει και να λούζεται. Η ουρά σου ασάλευτη, το βλέμμα σου να μην κοιτά για πρώτη φορά, για πρώτη βραδιά στην τελευταία βραδιά, τα πρόσωπα τους. Μια στιγμή μονάχα χρειάστηκε για να σε προσπεράσουν την επόμενη αμίλητοι, αμίλητοι ξανά.
Και ξαφνικά η ταχύτητα ανεβαίνει και η μηχανή σβήνει. Στο ίδιο πλάτωμα, στο ίδιο σκοτάδι με τα αστέρια να πέφτουν. Ξανά. Ένα φιλί σαν κόντρα στο θέαμα που είχαν αντικρίσει μερικά λεπτά πριν. Τα γυαλιά στεγνά. Μόνο η δροσιά του αέρα πρόδιδε την ανείπωτη σκέψη προς εσένα. Και οι ώρες περνούν. Και η διαδρομή της επιστροφής αλλάζει. Όχι για να μην σε δουν, όχι. Μα για να πει ο ένας στον άλλο να πει το παράπονο του και την ανημποριά του εκείνο το τελευταίο βράδυ του θέρους αυτού.
Ήσουν δεν ήσουν ο αίτιος, η σιωπή σου δεν απάντησε ποτέ. Παρά στέγνωσε και σε ήπιε η γη.

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Υπογράμμιση.

Δεν ξέρω αν είναι ψυχαναγκασμός. Δεν το έχω ψάξει και δεν με έχει απασχολήσει ποτέ ως τώρα. Αλλά αν ανήκεις κι εσύ στην κατηγορία «διαβάζω ένα βιβλίο και κρατάω ένα μολύβι για να σημειώνω φράσεις και προτάσεις» τότε δεν είσαι ο μόνος ή δεν είμαι εγώ ο μόνος. Όταν δε, βάζεις σε σειρά αυτές τις φράσεις και προτάσεις από  διαφορετικά βιβλία και κοιτάς τα αποτελέσματα (πόσο σκληρή λέξη το «αποτέλεσμα») τότε πάλι δεν ξέρω.

Σελίδα 110… δως’μου το χέρι σου, θα σου πω τώρα πώς μπήκα στο ανέκφραστο που ήταν πάντα η τυφλή και μυστική μου αναζήτηση.
(Κλαρίσε)
Σελίδα 125… έλεγε ο πατέρας μου, «ή κλαίγε να σε λυπούνται ή βάρα να σε φοβούνται». Εγώ δεν έκανα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ακολούθησα μια μέση οδό. Είμαι περήφανος άνθρωπος.
(Διονύσης)
Σελίδα 108… «μερικές φορές δυσανασχετώ που πρέπει να λέω όσα σκέφτομαι».  Δεν μοιραζόμαστε το αίμα μας με τον έναν και με τον άλλον. Για ποιο λόγο, επομένως, θα πρέπει να είμαστε ανά πάσα στιγμή πρόθυμοι να μοιραστούμε κάτι τόσο προσωπικό όσο οι σκέψεις μας;»…
(Πίτερ)
Σελίδα 256… εξιδανικεύω πολύ τους άλλους και τον ίδιο μου τον εαυτό. Όταν με αγαπάνε, ψηλώνω στα ίδια μου τα μάτια, όταν παύουν να με αγαπούν ή όταν χάνω το αντικείμενο του έρωτα μου, συγχέω το αντικείμενο και το υποκείμενο (το Εγώ)...
(Μαργαρίτα)
Σελίδα 67… κάποιες φορές τα πράγματα αποκτούν μια τρυφερότητα, τερατώδη τρυφερότητα, που κανείς δεν περιμένει να την έχουν.
(Χερέτα)
Σελίδα 314… πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω. Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει… ήταν ένας άνθρωπος απλός, ακριβώς όπως εμείς. Επίσης μιλούσε όπως εμείς, μόνο που είχε λίγο περισσότερο μυαλό.
(Laszlo)
Σελίδα 15… εξήγησε μου πρώτα, μια λέξη που χρησιμοποίησες κι εγώ δεν τη γνωρίζω. Τι σημαίνει ότι θα ζήσουμε σαν "παντοτινοί σύντροφοι"; τι είναι οι "σύντροφοι";
(Αντωνία)
Σελίδα 162... προσπαθώ συνεχώς να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν έχω πολλά συναισθήματα. Όταν παίρνω κάτι κατάκαρδα, με καταβάλλει σχετικά λίγο. Δεν κλαίω σχεδόν ποτέ. Δεν είμαι πιο δυνατός από κείνους με τα υγρά μάτια, πιο αδύναμος είμαι. Εκείνοι τολμούν.
(Χέρτα)
Σελίδα 266… «άρα δεν σου λείπει η δύναμη για να κλείσεις το στόμα μιας γυναίκας και να την ρίξεις στο πάτωμα» «δεν έχω κάνει ποτέ τίποτα τέτοιο, κύριε». «όμως δεν σου λείπει η δύναμη, ε;» «όχι, κύριε» «την είχες από καιρό στο μάτι, ε, μικρέ;» « όχι κύριε, ούτε που την είχα κοιτάξει, ποτέ».
(Χάρπερ)
Σελίδα 6… μην κάνεις ανακωχή, μη με συγχωρείς ποτέ. Μαστίγωσε με στο αίμα. Μη με αφήνεις ήσυχο! Επεξεργάσου με σαν τσακμακόπετρα, απέλπισε με. Κραύγασε. Ξέρασέ μου άμμο στο στόμα, σπάσε μου τα σαγόνια. Δεν με ενδιαφέρει να σε αγνοώ. Εγώ σου ζητάω την τρομερή τελετουργία του τεμαχίσματος, αυτό που κανείς δεν σου ζητάει…
(Χούλιο)
Σελίδα 14... καπνίσαμε-θυμήσου-ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ-Ξεχνώ πάνω σε τί-κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον...
(Μανόλης)
Σελίδα 15… περιμένω εδώ, στο γραφείο μου, σκυμμένος στα χαρτιά μου. Δεν ξέρω τι περιμένω.
(Γιάννης)

Και κάπως έτσι, πέρασε το καλοκαίρι.

Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Κάθε του Α.

Υπάρχει ένας Αύγουστος που δεν. Υπάρχει ένα τραγούδι που δεν μπορώ να ακούσω. Υπάρχει ένα φανελάκι λευκό που δεν μπορώ να φορέσω. Υπάρχει ένα βιβλίο που δεν μπορώ να διαβάσω. Υπάρχει ένα μέρος που δεν μπορώ να πάω και υπάρχει μια θάλασσα που δεν μπορώ να βουτήξω. Υπάρχει μια ταινία που δεν μπορώ να ολοκληρώσω. Υπάρχει μια φωτογραφία που δεν μπορώ να δω και ένας δρόμος που δεν μπορώ να περπατήσω. Υπάρχει μια αφιέρωση που δεν μπορώ να διαβάσω και μια υπόσχεση που δεν μπορώ να κρατήσω. Υπάρχει ένα στέκι που δεν μπορώ να πιω και μια μπύρα που δεν μπορώ να αγοράσω. Υπάρχει μια ώρα που δεν μπορώ να κοιμηθώ και υπάρχει ένα τσιγάρο που δεν μπορώ να καπνίσω. Υπάρχει ένα τηλέφωνο που δεν μπορώ να καλέσω. Υπάρχει μια λέξη που δεν μπορώ να πω και υπάρχει ένα όνομα που δεν μπορώ να προφέρω. Υπάρχει ένα λαστιχάκι που δεν μπορώ να βάλω στον καρπό μου και υπάρχει ένα χαμόγελο που δεν μπορώ να χαρώ. Υπάρχει ένα αυτοκίνητο που δεν μπορώ να μπερδέψω με άλλα. Υπάρχει ένα κουδούνι που δεν μπορώ να χτυπήσω. Υπάρχει μια πόρτα που δεν μπορώ να ανοίξω. Υπάρχει ένα ποίημα που δεν μπορώ να λαχταρίσω. Υπάρχει ένα μαγνητάκι που δεν μπορώ να φορέσω στο ψυγείο και υπάρχει και ένα σακουλάκι που δεν μπορώ να πετάξω. Υπάρχει μια αυγή που δεν μπορώ να κοιτάξω ψηλά την στιγμή που ξημερώνει. Υπάρχει μια δροσιά που δεν μπορεί το δέρμα να τη νιώσει. Υπάρχει μια στιγμή που θα ξεχαστούν. Υπάρχει μια διάθεση. Τουλάχιστον.